ἱερομηνία — ἱερομηνίᾱ , ἱερομηνία fem nom/voc/acc dual ἱερομηνίᾱ , ἱερομηνία fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱερομήνια — sacred month neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱερομηνίᾳ — ἱερομηνίαι , ἱερομηνία fem nom/voc pl ἱερομηνίᾱͅ , ἱερομηνία fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιερομηνία ή ιερονουμία — Ονομασία του χρονικού διαστήματος που είχε ιερό χαρακτήρα, επειδή κατά τη διάρκειά του πραγματοποιούνταν γιορτές ή αγώνες. Αποτελούσε κοινό όρο, μολονότι υπήρχαν διαφορές στα ημερολογιακά συστήματα των ελληνικών πόλεων. Ι. υπήρχαν στα Ίσθμια, στα … Dictionary of Greek
ἱερομηνίας — ἱερομηνίᾱς , ἱερομηνία fem acc pl ἱερομηνίᾱς , ἱερομηνία fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱερομηνίαι — ἱερομηνία fem nom/voc pl ἱερομηνίᾱͅ , ἱερομηνία fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱερομηνίαν — ἱερομηνίᾱν , ἱερομηνία fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ИЕРОМЕНИЯ — • Ίερομηνία, священное месячное время. Смотря по празднику, И. ограничивалась одним или несколькими днями или же распространялась на целый месяц. В продолжение ее все промышленные дела прекращались и нельзя было заниматься ничем, что… … Реальный словарь классических древностей
ἱερομηνιῶν — ἱερομηνία fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱερομηνίαις — ἱερομηνία fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)